βενετσιάνικος

βενετσιάνικος
-η, -ο [βενετσιάνος]
βενέτικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αλατόπυργος — Βενετσιάνικος πύργος στον Πτελεό της Φωκίδας. Μοιάζει με τους πύργους της Καταλωνίας, τους γνωστούς ως torres de la guarda, στους οποίους υπήρχε φρουρά για την προστασία των ακτών από πειρατές …   Dictionary of Greek

  • δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… …   Dictionary of Greek

  • ενετικός — ή, ό (Μ ἑνετικός, ή, όν) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στην Ενετία ή στην ενετοκρατία, βενετικός, βενετσιάνικος («ενετικά τείχη» τείχη που κατασκευάστηκαν από τους Ενετούς, κατά την ενετοκρατία) …   Dictionary of Greek

  • πλαίσιο — Όρος που προέρχεται από το ρήμα πλαισιώνω = περιβάλλω κάτι με πλαίσιο, κορνιζάρω. Ο όρος χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική για να χαρακτηρίσει τις διακοσμήσεις της εξωτερικής όψης του πάνω τμήματος, προς την οροφή, μιας οικοδομής. Συνήθως όμως π …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”